Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξουσιαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξουσιαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksusiastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εξουσιαστικός:

εξουσιαστικός
Macht-

2. εξουσιαστικός ΝΟΜ:

εξουσιαστικός
Gewalt-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский