Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξουσιοδοτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξουσιοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksusiɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

εξουσιοδοτώ κάποιον
εξουσιοδοτώ κάποιον εν λευκώ μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με εξουσιοδοτώ

εξουσιοδοτώ κάποιον εν λευκώ μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский