Γερμανικά » Ελληνικά

Leiden <-s, -> [ˈlaɪdən] SUBST ουδ

2. Leiden συνήθ πλ (Qual):

βάσανο ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με leidend

Not leidend

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"leidend" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский