Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χωνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χων|εύω <-ψα> [xɔˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. χωνεύω και μτφ (ένα νέο κτλ):

χωνεύω
δε χωνεύω κάποιον

2. χωνεύω (σίδερο):

χωνεύω

Παραδειγματικές φράσεις με χωνεύω

δε χωνεύω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский