Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χωνευτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χωνευτ|ός <-ή, -ό> [xɔnɛfˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. χωνευτός (χυτός):

χωνευτός

2. χωνευτός (έπιπλο):

χωνευτός

3. χωνευτός (σωλήνες):

χωνευτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский