Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανέχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανέχ|ομαι <-τηκα> [aˈnɛxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. ανέχομαι (δέχομαι):

ανέχομαι

2. ανέχομαι (αντέχω):

ανέχομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский