Ελληνικά » Γερμανικά

ανέφικτ|ος <-η, -ο> [aˈnɛfiktɔs] ΕΠΊΘ

1. ανέφικτος (απρόσιτος):

ανέφικτος

2. ανέφικτος (απραγματοποίητος):

ανέφικτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский