Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεφοδιασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεφοδιασμός [anɛfɔðiazˈmɔs] SUBST αρσ

ανεφοδιασμός
Versorgung θηλ
ενεργειακός ανεφοδιασμός
Tankwagen αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ανεφοδιασμός

ενεργειακός ανεφοδιασμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский