Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεφοδιασμού“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όχημα ουδ ανεφοδιασμού (με καύσιμο)
Tankwagen αρσ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ανεφοδιασμού“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

υπάλληλος mf ανεφοδιασμού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский