Ελληνικά » Γερμανικά

εξουσιαστής (εξουσιάστρια) [ɛksusiasˈtis, ɛksusiˈastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εξουσιαστής (εξουσιάστρια)
Machthaber(in) αρσ (θηλ)

εξουσιαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksusiastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εξουσιαστικός:

Macht-

2. εξουσιαστικός ΝΟΜ:

Gewalt-

παρουσιάστρια [parusiˈastria] SUBST θηλ TV

ουσιαστικό [usiastiˈkɔ] SUBST ουδ ΓΛΩΣΣ

εξουσιοδότησ|η <-εις> [ɛksusiɔˈðɔtisi] SUBST θηλ

1. εξουσιοδότηση (χορήγηση δικαιώματος):

Lehrbefugnis θηλ

I . εξουσιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksusiˈazɔ] VERB μεταβ (κάποιον, τα πάθη μου)

II . εξουσιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksusiˈazɔ] VERB αμετάβ (κατέχω την εξουσία, έχω το λόγο)

εξουσιοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksusiɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

εξουσία [ɛksuˈsia] SUBST θηλ

4. εξουσία (κυριαρχία, δυναστεία):

Herrschaft θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский