Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαρτημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαρτημέν|ος <-η, -ο> [ɛksartiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με εξαρτημένος

εξαρτημένος από το αλκοόλ
γραμμικά εξαρτημένος/ανεξάρτητος ΜΑΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский