Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απασχόληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απασχόλησ|η <-εις> [apasˈxɔlisi] SUBST θηλ

2. απασχόληση (περισπασμός):

απασχόληση
Ablenkung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με απασχόληση

μερική απασχόληση
πλήρης απασχόληση (εργαζομένου)
ευκαιριακή απασχόληση
κύρια απασχόληση
λαθραία απασχόληση
χωρίς απασχόληση
βιοποριστική απασχόληση
εξαρτημένη απασχόληση ΟΙΚΟΝ
επιτροπή για την απασχόληση EE
ευρωπαϊκή στρατηγική θηλ για την απασχόληση EE

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский