Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απασχολώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απασχολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apasxɔˈlɔ] VERB μεταβ (παρέχω απασχόληση ή εργασία, ανησυχώ)

II . απασχολούμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. απασχολούμαι (έχω απασχόληση):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский