Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απάτητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απάτητ|ος <-η, -ο> [aˈpatitɔs] ΕΠΊΘ

1. απάτητος (όπου δεν πέρασε κανείς):

απάτητος

2. απάτητος (απρόσιτος):

απάτητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский