Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απατ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apaˈtɔ] VERB μεταβ

1. απατώ (γεγελάω, μεταξύ ζεύγους):

απατώ

2. απατώ (δημιουργώ πλάνη σε κάποιον):

απατώ

II . απατώμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский