Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαυτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαυτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apafˈtɔnɔ] VERB μεταβ οικ (συνουσιάζομαι)

απαυτώνω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με απαυτώνω

απαυτώνω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский