Ελληνικά » Γερμανικά

απαυτ|ός <-ή, -ό> [apafˈtɔs] ΕΠΊΘ οικ

άπαυτ|ος <-η, -ο> [ˈapaftɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με απαυτός

ο απαυτός (οπίσθια)
der Hintern αρσ
τηλεφώνησε ο απαυτός/η απαυτή και είπε ότι οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский