Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαρχαΐζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαρχ|αΐζω <-άισα, -αΐστηκα, -αϊσμένος> [ɛksarxaˈizɔ] VERB μεταβ

εξαρχαΐζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский