Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάρτυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάρτυσ|η <-εις> [ɛˈksartisi] SUBST θηλ

εξάρτυση
Ausrüstung θηλ
εξάρτυση ΠΒΧ ΣΤΡΑΤ

Παραδειγματικές φράσεις με εξάρτυση

εξάρτυση ΠΒΧ ΣΤΡΑΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский