Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάρτημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάρτημα [ɛˈksartima] SUBST ουδ

1. εξάρτημα (μηχανήματος):

εξάρτημα
Teil ουδ

2. εξάρτημα (συμπληρωματικό):

εξάρτημα
Zubehörteil ουδ
Zubehör ουδ ενικ
Ersatzteile ουδ πλ

3. εξάρτημα μτφ (πρόσθετο περιττό μέρος):

εξάρτημα
Anhang αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με εξάρτημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский