Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έξαρση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έξαρσ|η <-εις> [ˈɛksarsi] SUBST θηλ

1. έξαρση ΓΕΩΛ:

έξαρση
Erhebung θηλ

2. έξαρση (ψυχική, από χαρά):

έξαρση
Euphorie θηλ

3. έξαρση (ύφους):

έξαρση
Exaltiertheit θηλ

4. έξαρση (κάποιας κατάστασης: αύξηση):

έξαρση
starker Anstieg αρσ

5. έξαρση ΟΙΚΟΝ:

επενδυτική έξαρση
έξαρση της ζήτησης
Nachfrageboom αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με έξαρση

έξαρση της ζήτησης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский