Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαρθρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξαρθρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛksarˈθrɔnɔ] VERB μεταβ

1. εξαρθρώνω (βγάζω κάπως από την άρθρωση):

εξαρθρώνω

2. εξαρθρώνω (βγάζω τελείως από την άρθρωση):

εξαρθρώνω

3. εξαρθρώνω μτφ (σπείρα):

εξαρθρώνω

II . εξαρθρώνομαι VERB αυτοπ ρήμα μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский