Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάρι [ɛˈksari] SUBST ουδ

1. εξάρι (διαμέρισμα):

εξάρι

2. εξάρι (τραπουλόχαρτο, ζαριά, ο αριθμός 6, βαθμός):

εξάρι
Sechs θηλ
ρίχνω εξάρι (με το ζάρι)

3. εξάρι (στο Λόττο):

εξάρι
sechs Richtige αρσ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με εξάρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский