Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάρθρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάρθρωσ|η <-εις> [ɛˈksarθrɔsi] SUBST θηλ

1. εξάρθρωση (μερική, στραμπούλισμα):

εξάρθρωση
Verrenkung θηλ

2. εξάρθρωση (πλήρης):

εξάρθρωση
Ausrenkung θηλ

3. εξάρθρωση μτφ (σπείρας):

εξάρθρωση
Zerschlagung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский