Ελληνικά » Γερμανικά

I . δι|έρχομαι <-ήλθα> [ðiˈɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

1. διέρχομαι (περνώ με όχημα):

2. διέρχομαι (με τα πόδια):

II . δι|έρχομαι <-ήλθα> [ðiˈɛrxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

επερχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛpɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. επερχόμενος (επικείμενος):

ανερχόμεν|ος <-η, -ο> [anɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διερευν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiɛrɛvˈnɔ] VERB μεταβ

1. διερευνώ (το σύμπαν, την αγορά):

2. διερευνώ (μια υπόθεση):

ερχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διερμηνεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ðiɛrmiˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. διερμηνεύω (μεταφράζω):

2. διερμηνεύω (ερμηνεύω):

3. διερμηνεύω (εκφράζω):

διερεύνησ|η <-εις> [ðiɛˈrɛvnisi] SUBST θηλ

1. διερεύνηση (του σύμπαντος, της αγοράς):

Erforschung θηλ

2. διερεύνηση (κάποιας υπόθεσης: εξέταση):

Untersuchung θηλ

διερμηνεία [ðiɛrmiˈnia] SUBST θηλ

δεξαμενή [ðɛksamɛˈni] SUBST θηλ

2. δεξαμενή (υπόγεια):

Zisterne θηλ

3. δεξαμενή (επισκευής πλοίων):

Dock ουδ
Trockendock ουδ
Schwimmdock ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский