Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διερμηνέας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διερμηνέας [ðiɛrmiˈnɛas] SUBST mf

διερμηνέας
Dolmetscher(in) αρσ (θηλ)
δικαστικός διερμηνέας
ταυτόχρονος διερμηνέας

Παραδειγματικές φράσεις με διερμηνέας

δόκιμη διερμηνέας
δικαστικός διερμηνέας
ταυτόχρονος διερμηνέας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский