Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταυτόχρονος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταυτόχρον|ος <-η, -ο> [tafˈtɔxrɔnɔs] ΕΠΊΘ

ταυτόχρονος

Παραδειγματικές φράσεις με ταυτόχρονος

ταυτόχρονος διερμηνέας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский