Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταυτολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταυτολογ|ώ <-είς, -ησα> [taftɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

ταυτολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский