Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διερμηνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διερμηνεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ðiɛrmiˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. διερμηνεύω (μεταφράζω):

διερμηνεύω

2. διερμηνεύω (ερμηνεύω):

διερμηνεύω

3. διερμηνεύω (εκφράζω):

διερμηνεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский