Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δι|έρχομαι <-ήλθα> [ðiˈɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

1. διέρχομαι (περνώ με όχημα):

διέρχομαι

2. διέρχομαι (με τα πόδια):

διέρχομαι

II . δι|έρχομαι <-ήλθα> [ðiˈɛrxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με διέρχομαι

διέρχομαι μια χώρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский