Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διερεύνηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διερεύνησ|η <-εις> [ðiɛˈrɛvnisi] SUBST θηλ

1. διερεύνηση (του σύμπαντος, της αγοράς):

διερεύνηση
Erforschung θηλ

2. διερεύνηση (κάποιας υπόθεσης: εξέταση):

διερεύνηση
Untersuchung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский