Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκλειψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκλειψ|η <-εις> [ˈɛklipsi] SUBST θηλ

1. έκλειψη (ουράνιου σώματος):

έκλειψη
Finsternis θηλ
έκλειψη του ηλίου
ολική έκλειψη (του ηλίου)
μερική έκλειψη
έκλειψη της σελήνης

2. έκλειψη (εξαφάνιση):

έκλειψη
Verschwinden ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με έκλειψη

μερική έκλειψη
ηλιακή έκλειψη
ολική έκλειψη θηλ του ηλίου
μερική έκλειψη θηλ του ηλίου
ολική έκλειψη (του ηλίου)
έκλειψη της σελήνης
έκλειψη του ηλίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский