Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκλαψ-“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκλαψ-

έκλαψ- s. κλαίω

Βλέπε και: κλαίω

I . κλ|αίω <-αψα, -άφτηκα, -αμένος> [ˈklɛɔ] VERB αμετάβ

II . κλ|αίω <-αψα, -άφτηκα, -αμένος> [ˈklɛɔ] VERB μεταβ (θρηνώ)

III . κλαίγομαι VERB αυτοπ ρήμα (συνεχώς)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский