Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκλαμψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκλαμψ|η <-εις> [ˈɛklampsi] SUBST θηλ

1. έκλαμψη:

έκλαμψη
Blitz αρσ
έκλαμψη εξυπνάδας
Geistesblitz αρσ

2. έκλαμψη ΑΣΤΡΟΝ (στον ήλιο):

έκλαμψη
Flare θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με έκλαμψη

έκλαμψη εξυπνάδας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский