Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκλεκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκλεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛklɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ (αγοραστής κτλ)

εκλεκτικός
είμαι εκλεκτικός σε κάτι

II . εκλεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛklɛktiˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ (οπαδός του εκλεκτικισμού)

εκλεκτικός
Eklektizist(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με εκλεκτικός

είμαι εκλεκτικός σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский