Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μόνιμη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μόνιμη δεξαμενή
Trockendock ουδ
μόνιμη θέση
feste Stellung θηλ
μόνιμη επιτροπή
μόνιμη κατοικία
μόνιμη θέση εργασίας
Dauerstellung θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „μόνιμη“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

μόνιμη κατάσταση θηλ
μόνιμη επιτυχία θηλ
μόνιμη εγκατάσταση θηλ
μόνιμη θέση θηλ
μόνιμη κατοικία
μόνιμη δεξαμενή θηλ
μόνιμη ρύθμιση θηλ
μόνιμη θέση θηλ
(μόνιμη) δημόσια υπάλληλος θηλ
Kontraktur θηλ ΙΑΤΡ
μόνιμη συστολή (μυός) θηλ
μια μόνιμη θέση
μόνιμη χρεωστική σχέση θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский