Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: wacklig , wackeln και wacker

wacker ΕΠΊΘ

2. wacker (tüchtig):

wackeln [ˈvakəln] VERB αμετάβ

1. wackeln (Tisch, Zahn):

2. wackeln (Position, Thron):

3. wackeln (rütteln):

wackeln an +δοτ
κουνώ +αιτ

wacklig ΕΠΊΘ

wacklig s. wack(e)lig

Βλέπε και: wack(e)lig

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский