Ελληνικά » Γερμανικά

τίμι|ος <-α, -ο> [ˈtimiɔs] ΕΠΊΘ

τίμιος
τίμιος (ηθικά)
τίμιος (άγιος) ΘΡΗΣΚ τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский