Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γενναίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γενναί|ος <-α, -ο> [jɛˈnɛɔs] ΕΠΊΘ

1. γενναίος (στρατιώτης):

γενναίος

2. γενναίος (αμοιβή):

γενναίος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский