Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „muscled“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: musste και Muschel

Muschel <-, -n> [ˈmʊʃəl] SUBST θηλ

1. Muschel (Miesmuschel) ΜΑΓΕΙΡ:

μύδι ουδ

2. Muschel ΖΩΟΛ:

δίθυρο ουδ

3. Muschel (Schale):

κοχύλι ουδ

4. Muschel (Telefon):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский