Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όστρακο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όστρακο [ˈɔstrakɔ] SUBST ουδ

1. όστρακο (περίβλημα, κέλυφος):

όστρακο
Schale θηλ

2. όστρακο (κοχυλιών):

όστρακο
Muschel θηλ

3. όστρακο (χελώνας):

όστρακο
Panzer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский