Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οσφραίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οσφρ|αίνομαι <-άνθηκα> [ɔsˈfrɛnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. οσφραίνομαι (μυρίζω):

οσφραίνομαι

2. οσφραίνομαι (για ζώα: μυρίζω από μακριά):

οσφραίνομαι

3. οσφραίνομαι (σκύλος: ψαχουλεύοντας με τη μύτη):

οσφραίνομαι

4. οσφραίνομαι μτφ (προαισθάνομαι):

οσφραίνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский