Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακουστικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακουστικό [akustiˈkɔ] SUBST ουδ

1. ακουστικό ΤΗΛ:

ακουστικό
Hörer αρσ
ακουστικό
Telefonhörer αρσ
σηκώνω το ακουστικό
κατεβάζω το ακουστικό
περιμένετε στο ακουστικό σας

2. ακουστικό (μικρό και για ένα αφτί μόνο):

ακουστικό
Ohrhörer αρσ

3. ακουστικό (βαρυκοΐας):

ακουστικό
Hörgerät ουδ

4. ακουστικό (στερεοφωνικό):

Kopfhörer αρσ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με ακουστικό

ακουστικό νεύρο
Hörnerv αρσ
σηκώνω το ακουστικό
κατεβάζω το ακουστικό
οπτικό/ακουστικό ερέθισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский