Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: meiden , meist , meiner , meiste και meinen

meiden <meidet, mied, gemieden> [ˈmaɪdən] VERB μεταβ

meist [maɪst] ΕΠΊΡΡ

I . meinen [ˈmaɪnən] VERB αμετάβ

2. meinen (sagen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский