Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: müde , mild και mied

mied [miːt]

mied απλ παρελθ von meiden

Βλέπε και: meiden

meiden <meidet, mied, gemieden> [ˈmaɪdən] VERB μεταβ

mild [mɪlt] ΕΠΊΘ

1. mild (nicht rau):

müde [ˈmyːdə] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский