Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: keimen , keilen , keifen και kehren

I . kehren [ˈkeːrən] VERB μεταβ/αμετάβ (fegen)

III . kehren [ˈkeːrən] VERB αυτοπ ρήμα sich kehren

1. kehren (sich wenden):

kehrt! ΣΤΡΑΤ

keifen [ˈkaɪfən] VERB αμετάβ μειωτ

keilen [ˈkaɪlən] VERB αυτοπ ρήμα

keilen sich keilen:

keimen VERB μεταβ

2. keimen (von Verdacht, Hoffnung):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский