Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκουπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκουπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [skuˈpizɔ] VERB μεταβ

1. σκουπίζω (με σκούπα):

σκουπίζω
σκουπίζω

2. σκουπίζω (αφαιρώ: ακαθαρσία, ιδρώτα κτλ):

σκουπίζω

3. σκουπίζω (τα χέρια):

σκουπίζω
σκουπίζω
σκουπίζω τα χέρια μου

4. σκουπίζω (τη μύτη):

σκουπίζω

5. σκουπίζω (τα παπούτσια):

σκουπίζω

6. σκουπίζω (πίνακα):

σκουπίζω

7. σκουπίζω (στεγνώνω: πιάτα):

σκουπίζω

II . σκουπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. σκουπίζομαι (καθαρίζομαι):

2. σκουπίζομαι (στεγνώνω το σώμα μου):

Παραδειγματικές φράσεις με σκουπίζω

σκουπίζω τα χέρια μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский