Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυτρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φυτρώ|νω <-σα, -μένος> [fiˈtrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. φυτρώνω (φυτό):

φυτρώνω

2. φυτρώνω μτφ (εμφανίζομαι):

φυτρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский