Ελληνικά » Γερμανικά

I . φωνά|ζω <-ξα> [fɔˈnazɔ] VERB μεταβ (καλώ)

φωνάζω

II . φωνά|ζω <-ξα> [fɔˈnazɔ] VERB αμετάβ

1. φωνάζω (από πόνο κτλ):

φωνάζω

Παραδειγματικές φράσεις με φωνάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский