Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φωλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φωλιά|ζω <-σα> [fɔˈʎazɔ] VERB αμετάβ

φωλιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский